ΨΕΥΔΗΣ ΚΑΤΑΜΗΝΥΣΗ

Το αδίκημα της ψευδούς καταμήνυσης προβλέπεται και τιμωρείται από το άρθρο 229 του Ποινικού Κώδικα. Δράστης του εν λόγω εγκλήματος είναι όποιος εν γνώσει του καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι’ αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση, με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι’ αυτήν. Το έγκλημα είναι τυπικό και συνεπώς τετελεσμένο με την περιέλευση στην αρχή της μήνυσης, αναφοράς κ.λπ., ανεξαρτήτως αν επήλθε το επιβλαβές αποτέλεσμα της δίωξης ή αν ο καταμηνυθείς τελικώς απαλλάχθηκε. Για την πράξη της ψευδούς καταμήνυσης προβλέπεται ποινή φυλάκισης τουλάχιστον δύο ετών και χρηματική ποινή.

Ένας έμπειρος ποινικολόγος θα σας ενημερώσει ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της ψευδούς καταμήνυσης, απαιτούνται σωρευτικά:

α/ καταμήνυση ή ανακοίνωση ή αναφορά δηλαδή με κάθε τύπο προφορικής ή γραπτής καταγγελίας,

β/ η καταμήνυση να έγινε ενώπιον αρχής. Δεν είναι αναγκαίο, η αρχή προς την οποία γίνεται η καταμήνυση να είναι και αρμόδια, καθώς κάθε αρχή έχει υποχρέωση να διαβιβάσει τη μήνυση, εν προκειμένω την ψευδή καταμήνυση, ενώπιον της αρμόδιας αρχής.

γ/ η καταμήνυση να αναφέρεται στην τέλεση από άλλον αξιόποινης πράξης ή πειθαρχικής παράβασης,

δ/ η καταμήνυση να αφορά σε άλλον που μπορεί να τιμωρηθεί από το ποινικό δικαστήριο ή να διωχθεί πειθαρχικά,

ε/ η καταμήνυση να είναι ψευδής, δηλαδή αντικειμενικά αναληθής και

στ/ δόλος του δράστη, συνιστάμενος στη γνώση του, κατά το χρόνο της καταμήνυσης, ότι το περιεχόμενο της καταγγελίας είναι αναληθές και αφορά σε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση, στη θέληση να περιέλθει η αναφορά στην αρχή και στο σκοπό του να κινηθεί η ποινική ή πειθαρχική διαδικασία, είναι δε αδιάφορο, αν ο σκοπός αυτός επιτεύχθηκε. Ενδεχόμενος δόλος δεν αρκεί σχετικά με το ψευδές της καταμήνυσης. Ο δράστης αρκεί να γνωρίζει και να θέλει την κίνηση της διαδικασίας κατά του καταμηνυθέντος, ως αναγκαία συνέπεια της πράξης του.

Στη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 229 Π.Κ., αναφέρεται η περίπτωση της δημιουργίας υποψίας σε βάρος άλλου, με υποβολή ή αλλοίωση ή απόκρυψη αποδεικτικού υλικού. Στην περίπτωση αυτή δηλαδή για να θεωρηθεί ότι κάποιος έχει τελέσει το συγκεκριμένο αδίκημα, θα πρέπει ο δράστης πέρα από τη δημιουργία ή την αλλοίωση του αποδεικτικού μέσου, να απευθυνθεί στην αρχή για να γνωστοποιήσει τις υποψίες σε βάρος του προσώπου, για το οποίο ο ίδιος έχει δημιουργήσει ένα ψευδές πειστήριο εγκλήματος. Το πλαίσιο ποινής και στη μορφή αυτή του αδικήματος παραμένει ίδιο.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η δυνατότητα που παρέχεται από το νόμο στο ποινικό δικαστήριο να επιβάλλει την παρεπόμενη ποινή της δημοσίευσης της καταδικαστικής απόφασης για την ψευδή καταμήνυση με έξοδα του καταδικασθέντος. Η απόφαση αυτή του δικαστηρίου δεν είναι αυτεπάγγελτη, αλλά χρειάζεται η αίτηση του παθόντος, η οποία υποβάλλεται από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του. Το αναφερθέν δικαίωμα παύει να υφίσταται, αν η δημοσίευση δεν πραγματοποιηθεί μέσα σε προθεσμία έξι μηνών, από την καταγραφή της τελεσίδικης καταδικαστικής αποφάσεως σε ειδικό βιβλίο.

Ο δικηγόροι ποινικολόγοι Στέφανος Οικονόμου και Παναγιώτης Οικονόμου, διαθέτοντας την απαραίτητη εμπειρία σε υποθέσεις ψευδούς καταμήνυσης, είναι έτοιμοι να αναλάβουν με επαγγελματισμό και επιτυχία την υπόθεσή σας.