Το έγκλημα είναι μια πράξη παράνομη και άδικη που καταλογίζεται στο δράστη της και τιμωρείται σύμφωνα με το νόμο. Ο νόμος προβλέπει την τέλεση εγκλήματος και με παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας. Η μη παρεμπόδιση εγκληματικού αποτελέσματος τιμωρείται όπως ή πρόκλησή του, εφόσον υπήρχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση για να αποτραπεί.
Τα εγκλήματα διακρίνονται σε :α)κακουργήματα που τιμωρούνται με κάθειρξη ισόβια ή πρόσκαιρη (5 έως 20 χρόνια) β)πλημμελήματα που τιμωρούνται με χρηματική ποινή (από 150 έως 15.000 ευρώ), ή με φυλάκιση (10 ημέρες έως 5 χρόνια) και γ)πταίσματα που τιμωρούνται με πρόστιμο (από 29 έως 590 ευρώ) ή κράτηση (1 ημέρα έως 1 μήνα).
Τα κακουργήματα δικάζονται από το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο ή από το Τριμελές Εφετείο. Το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο αποτελείται από έναν (ή μία) Πρόεδρο Πρωτοδικών ως πρόεδρο, δύο Πρωτοδίκες και τέσσερις ενόρκους ως μέλη. Κατ’ έφεση (σε δεύτερο βαθμό) τα κακουργήματα που υπάγονται στο ΜΟΔ δικάζονται από το Μικτό Ορκωτό Εφετείο, που αποτελείται από έναν Πρόεδρο Εφετών, δύο Εφέτες και τέσσερις ενόρκους. Τα κακουργήματα που υπάγονται στο Τριμελές Εφετείο δικάζονται κατ’ έφεση από το Πενταμελές Εφετείο, αποτελούμενο από έναν (ή μία) Πρόεδρο Εφετών ως πρόεδρο και τέσσερις Εφέτες ως μέλη.
Στα κακουργήματα δεν εφαρμόζεται η διαδικασία του Αυτοφώρου. Της εισαγωγής της υπόθεσης στο Ακροατήριο προηγείται συνήθως προδικασία, προανάκριση ή ανάκριση.
Τα κακουργήματα παραγράφονται μετά από 20 έτη, αν για αυτά προβλέπεται η ισόβια κάθειρξη και 15 έτη σε κάθε άλλη περίπτωση, όπου δηλ. προβλέπεται πρόσκαιρη κάθειρξη (5-20 έτη).
Εγκλήματα όπως η απάτη, η πλαστογραφία, η απιστία στην υπηρεσία, η υπεξαίρεση, όταν το αντικείμενο είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, εντάσσονται στην κατηγορία των κακουργημάτων.