Η ραγδαία ανάπτυξη και χρήση της τεχνολογίας έχει επιφέρει και νέες μορφές τέλεσης εγκλημάτων. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης, το οποίο στις μέρες μας τελείται πολύ μέσω του διαδικτύου και ειδικότερα μέσω των γνωστών σε όλους μας social media. Σύμφωνα με το νέο Ποινικό Κώδικα (Ν. 4619/2019), ο οποίος τέθηκε σε ισχύ την 01.07.2019, στη διάταξη του άρθρ. 363 που προβλέπει και τιμωρεί το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης, προστέθηκε η επιβαρυντική περίσταση, κατά την οποία επιτείνεται το αξιόποινο του βασικού εγκλήματος όταν η πράξη τελείται δημόσια ή μέσω διαδικτύου.
Ειδικότερα, το άρθρο 363 ΠΚ, εδ. α’ περ. β’ ορίζει ότι όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον εν γνώσει του ψευδές γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου και αν τελεί την πράξη δημόσια με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσω του διαδικτύου τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών και χρηματική ποινή (ενώ στη βασική του μορφή το έγκλημα τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών και χρηματική ποινή).
Η πράξη αυτή τελείται δημόσια κυρίως μέσω του έντυπου (εφημερίδες, περιοδικά) ή του ηλεκτρονικού (τηλεόραση, ραδιόφωνο) τύπου, όταν κάποιος προβεί σε κάποιο έγγραφο δημοσίευμα ή σε κάποια προφορική ανακοίνωση που εμπεριέχει ανακριβές ή ψευδές περιεχόμενο εναντίον κάποιου άλλου προσώπου. Περαιτέρω, σήμερα που τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (social media) έχουν μπει για τα καλά στην καθημερινή μας ζωή, πολλές φορές πέρα από τη δημιουργία συναναστροφών και γνωριμιών γίνονται και πεδίο συγκρούσεων και αντιπαραθέσεων, μέσω της ανταλλαγής μηνυμάτων ή σχολίων κάτω από μία δημοσίευση ή ανάρτηση ορατή δημοσίως σε απροσδιόριστο και απεριόριστο αριθμό προσώπων, τα οποία περιέχουν προσβλητικό περιεχόμενο.
Με άλλα λόγια αν κάποιος χρήστης του Facebook που διαθέτει προφίλ προβεί σε κάποια ανάρτηση (post) στον «τοίχο» του, και η ανάρτηση αυτή είναι δημόσια (ορατή δηλαδή στον οποιονδήποτε) και περιλαμβάνει διάδοση συκοφαντικών, δυσφημιστικών ή εξυβριστικών ισχυρισμών για ένα άλλο πρόσωπο, το πρόσωπο αυτό που προσεβλήθη έχει τη δυνατότητα να προσφύγει δικαστικά κατά του χρήστη που προέβη στη διάδοση, υποβάλλοντας μήνυση κατ’ αυτού για συκοφαντική δυσφήμηση μέσω Facebook. Μπορεί επίσης να απευθυνθεί και στα αστικά δικαστήρια ασκώντας αγωγή για την αποζημίωσή του από την ηθική βλάβη που υπέστη λόγω της ανακριβούς δημοσίευσης. Μάλιστα, η ανωτέρω δυνατότητα του προσβληθέντος δεν αφορά μόνο αναρτήσεις στα παραδοσιακά social media (πχ. Facebook/ Twitter), αλλά ακόμη και αναρτήσεις σε άλλα μέσα, π.χ. YouTube, που πραγματοποιεί διανομή οπτικοακουστικού υλικού – βίντεο, με τη μέθοδο «streaming».
Πολύ συχνό παράδειγμα τέλεσης συκοφαντικής δυσφήμησης μέσω Facebook είναι η διάδοση ψευδών και συκοφαντικών ισχυρισμών στο πλαίσιο μιας αντιδικίας διαζυγίου, όταν δηλαδή ο ένας σύζυγος δημοσιεύει στο Facebook προσβλητικούς και ανακριβείς ισχυρισμούς εις βάρος του άλλου συζύγου, ακόμη και όταν δεν τον κατονομάζει, αλλά μπορεί να γίνει εύκολα αντιληπτό στο ευρύ κοινό ότι αναφέρεται σε αυτόν. Η ένταση και η συναισθηματική φόρτιση εν όψει μίας σκληρής αντιδικίας μπορεί να οδηγήσει κάποιον στη δημόσια ανάρτηση μιας δημοσίευσης στο Facebook, χωρίς να αντιλαμβάνεται εκείνη την ώρα ότι τελεί το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης.
Ο ποινικολόγος Παναγιώτης Οικονόμου έχει χειριστεί κατά καιρούς πλήθος υποθέσεων συκοφαντικής δυσφήμησης μέσω Facebook, εκπροσωπώντας τόσο τον μηνυτή – υποστηρίζοντα την κατηγορία όσο και τον κατηγορούμενο. Ενδεικτικά αναφέρουμε πρόσφατη υπόθεση εντολέα μας, για λογαριασμό του οποίου υποβάλαμε μήνυση για συκοφαντική δυσφήμηση κατά του δράστη της πράξης αυτής, ο οποίος προέβη σε δημοσίευση στα social media εν γνώσει του ψευδών αρνητικών κριτικών για την επιχείρηση που διατηρεί ο εντολέας μας. Η υπόθεση παραπέμφθηκε στα ποινικά ακροατήρια και ο δράστης καταδικάστηκε για τέλεση συκοφαντικής δυσφήμησης μέσω διαδικτύου, ενώ ο εντολέας μας θα διεκδικήσει και χρηματική αποζημίωση από την εν λόγω κριτική που είχε σαν αποτέλεσμα να πλήξει την επαγγελματική του φήμη.