Το ζήτημα της παρεμπόδισης επικοινωνίας του γονέα με το τέκνο βρίσκεται στην επικαιρότητα της εποχής μας και χρήζει επιλύσεως. Πολλές φορές φαντάζει ένα βατό θέμα, όμως απαιτεί βαθιά και πολύπλευρη γνώση καθώς και συγκεκριμένη προσέγγιση, αφού αφορά ανήλικα παιδιά και την σχέση με τον γονέα τους η οποία πρέπει να διασφαλίζεται κατά το νόμο. Η παρεμπόδιση του δικαιώματος επικοινωνίας του ενός γονέα -συνήθως του πατέρα- από τον άλλο γονέα -συνήθως τη μητέρα- είναι μία από τις συνηθέστερες περιπτώσεις όπου μία καθαρά οικογενειακή διαφορά φθάνει να απασχολεί τα ποινικά δικαστήρια.
Το ποινικό αδίκημα που στοιχειοθετείται στην περίπτωση της παραβίασης του δικαιώματος επικοινωνίας εντοπίζεται στο άρθρο 169Α του Ποινικού Κώδικα, το οποίο ορίζει ότι όποιος δεν συμμορφώθηκε με προσωρινή διαταγή ή δικαστική απόφαση πολιτικού δικαστηρίου ή συμφωνία που επικυρώθηκε από συμβολαιογράφο ή πρακτικό διαμεσολάβησης ή εισαγγελική πράξη που ρυθμίζει το δικαίωμα επικοινωνίας με το τέκνο, τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία (3) έτη ή χρηματική ποινή.
Τί γίνεται όμως στις περιπτώσεις που το ίδιο το παιδί δεν θέλει να πάει με τον πατέρα;
Οι δικηγόροι ποινικολόγοι του γραφείου μας έχουν έρθει πολλές φορές αντιμέτωποι με περιπτώσεις όπου το ίδιο το παιδί δηλώνει ότι δεν επιθυμεί να πάει μαζί με τον πατέρα του. Υπό προϋποθέσεις όμως γίνεται δεκτό ότι ακόμη και σε τέτοιες περιπτώσεις είναι δυνατόν να τελείται το αδίκημα της παρεμπόδισης της επικοινωνίας από τη μητέρα. Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 1520 του ΑΚ, ο γονέας με τον οποίο διαμένει το τέκνο οφείλει να διευκολύνει και να προωθεί την επικοινωνία του τέκνου με τον άλλο γονέα σε τακτή χρονική βάση, ενώ συνιστά κακή άσκηση της γονικής μέριμνας η υπαίτια παράβαση των όρων της συμφωνίας των γονέων ή της δικαστικής απόφασης για την επικοινωνία του τέκνου με τον γονέα με τον οποίο δεν διαμένει και η με κάθε άλλο τρόπο παρεμπόδιση της επικοινωνίας.
Από τις εν λόγω διατάξεις συνάγεται ότι στο λειτουργικό δικαίωμα του γονέα που δεν κατοικεί με το τέκνο, να επικοινωνεί με αυτό, αντιστοιχεί στην υποχρέωση του γονέα που κατοικεί με το τέκνο να διευκολύνει αυτή την επικοινωνία. Και όχι μόνον υλικά αλλά και ψυχικά: όχι μόνον πρέπει το τέκνο να είναι έτοιμο στην διάθεση του γονέα που ζει χωριστά, κατά τους όρους που έχουν συμφωνηθεί ή καθορισθεί από το δικαστήριο, αλλά πρέπει και να του καλλιεργούνται συναισθήματα που θα κάνουν αυτή την επικοινωνία δυνατή και σύμφωνη με τον σκοπό της. Παράβαση δε αυτής της υποχρεώσεως, προπάντων καλλιέργεια αντιπάθειας προς τον άλλον γονέα, αποτελεί κακή άσκηση της γονικής μέριμνας (συνεπώς και της επιμελείας) και μπορεί να οδηγήσει στις προβλεπόμενες από το άρθρο 1532 ΑΚ συνέπειες, μεταξύ των οποίων είναι και αυτή της από το δικαστήριο αφαιρέσεως της γονικής μέριμνας (και συνεπώς και της επιμελείας) και αναθέσεως της στον έτερο γονέα.
Η με αρ. 429/2002 απόφαση του Αρείου Πάγου έχει δεχτεί τα εξής: «Κατά τη σαφή έννοια της ανωτέρω διατάξεως του άρθρου 950 παρ.2 ΚΠολΔ, αποτελεί βασική προϋπόθεση για την εφαρμογή της, το γεγονός ότι εκείνος που παρεμποδίζει το δικαίωμα της προσωπικής επικοινωνίας του γονέα με το τέκνο ενεργεί με πρόθεση ματαιώσεως και αποτροπής αυτής, πράγμα το οποίο επιτυγχάνεται και όταν ο υπόχρεος παροτρύνει ή εξωθεί το τέκνο να αποφύγει την επικοινωνία.».
Με βάση και το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ και αποφάσεις του ΕΔΔΑ η έννοια της παρεμποδίσεως της επικοινωνίας πρέπει να διευρυνθεί, ώστε να περιλαμβάνει και τις περιπτώσεις παραλείψεως εκ μέρους του υποχρέου «θετικής συμβολής» για την επίτευξη της επικοινωνίας.
Πολύ ενδιαφέρουσα είναι και η με αρ. 897 / 2019 απόφαση του Αρείου Πάγου (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ), η οποία έκρινε τα εξής:
«Ο ισχυρισμός της κατηγορουμένης και των μαρτύρων – οικείων της, ότι η ματαίωση της επικοινωνίας του ανηλίκου με τον πατέρα του οφείλεται αποκλειστικά στην επίμονη άρνηση του ανηλίκου να ακολουθήσει τον πατέρα του-εγκαλούντα ιδίως λόγω της ανάρμοστης συμπεριφοράς του τελευταίου προς την κατηγορουμένη και το ανήλικο τέκνο του, δεν αποδείχθηκε αληθής. Αντιθέτως, αποδείχθηκε ότι κατηγορουμένη μόνο φαινομενικά επιτρέπει την εν λόγω επικοινωνία, παροτρύνοντας δήθεν τον ανήλικο να ακολουθήσει τον πατέρα του, όταν εκείνος προσέρχεται στην κατοικία τους για να τον παραλάβει, ενώ στην πραγματικότητα αυτή εν απουσία του τον συκοφαντεί ενώπιον του τέκνου, με αποτέλεσμα εκείνο άλλοτε να διάκειται αρνητικά απέναντί του και άλλοτε να αρνείται πράγματι να τον ακολουθήσει φοβούμενο τις μετέπειτα αντιδράσεις της μητέρας του απέναντι στο ίδιο. Σε κάθε περίπτωση, η κατηγορουμένη ευθύνεται για την ματαίωση της επίδικης επικοινωνίας και για το λόγο ότι αποδείχθηκε ότι δεν ενεργεί με τρόπο, ώστε να καμφθεί σταδιακά και ομαλά η όποια άρνηση του τέκνου της να επικοινωνήσει με τον πατέρα του, συμβουλευόμενη, προς την κατεύθυνση αυτή, ειδικό επιστήμονα (ψυχολόγο), αλλά αντίθετα αποδείχθηκε σχετικώς ότι η ίδια, στη δήθεν αυτού του είδους προσπάθειά της, προσφεύγει στη συνδρομή των Αστυνομικών και των Εισαγγελικών αρχών, η οποία συνδρομή αντενδείκνυνται για την επίτευξη του προαναφερθέντος σκοπού, καθόσον επιβαρύνει ψυχολογικά το τέκνο και λειτουργεί αποτρεπτικά σε σχέση με την πραγματοποίηση της επικοινωνίας”.».
Οι ως άνω περιπτώσεις δυστυχώς συναντιούνται πολύ συχνά στην πράξη και καταλήγουν ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων, οπότε χρειάζεται ένας έμπειρος δικηγόρος ποινικολόγος να χειριστεί την υπόθεση. Ο ποινικολόγος Παναγιώτης Οικονόμου εξειδικεύεται σε ζητήματα ρυθμίσεως της επικοινωνίας του γονέα με το τέκνο, καθώς εκτός από αστικής φύσεως, τα εν λόγω ζητήματα μπορούν να λάβουν και ποινικές διαστάσεις. Οι δικηγόροι της εταιρείας μας, με την πολύπλευρη κατάρτιση που διαθέτουν, μπορούν να αναλάβουν εξ ολοκλήρου τέτοιου είδους υποθέσεις τόσο ενώπιον πολιτικών όσο και ενώπιον ποινικών δικαστηρίων.
Επιπλέον, εκτός από τις ποινικές κυρώσεις που επιφέρει η παρεμπόδιση του δικαιώματος επικοινωνίας με το τέκνο, η νομολογία δέχεται ότι αποτελεί επίσης περίπτωση προσβολής της προσωπικότητας του γονέα ο οποίος παρεμποδίζεται να ασκήσει το δικαίωμα που έχει παρασχεθεί σε αυτόν από το δικαστήριο ή κατόπιν συμφωνίας. Δηλαδή, η επικοινωνία του γονέα με το τέκνο επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό το συναισθηματικό κόσμο του πρώτου, ο οποίος αποτελεί – σύμφωνα με τη νομολογία – στοιχείο της προσωπικότητας του ατόμου, με αποτέλεσμα η παρεμπόδιση της ασκήσεως του εν λόγω δικαιώματος να συνιστά προσβολή του απόλυτου δικαιώματος στην προσωπικότητα. Η προβολή αυτή γεννά αξιώσεις άρσης και παράλειψης της στο μέλλον καθώς και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης.
Ο επικεφαλής δικηγόρος της δικηγορικής μας εταιρείας Στέφανος Οικονόμου έχει αναλάβει πάρα πολλές υποθέσεις σχετικά με το ζήτημα αυτό, οι οποίες κατέληξαν σε επιτυχή και θετικά αποτελέσματα. Στο πλευρό του διαθέτει επίσης άρτια εκπαιδευμένους συνεργάτες δικηγόρους που αντιμετωπίζουν κάθε υπόθεση ξεχωριστά μελετώντας την σε βάθος, διότι κάθε νέα υπόθεση είναι διαφορετική από την προηγούμενη και απαιτεί εκ νέου προσεκτική μελέτη και ειδικό χειρισμό.