Σύμφωνα με το άρθρο 390 Π.Κ., όποιος κατά παράβαση των κανόνων επιμελούς διαχείρισης προκαλεί εν γνώσει βέβαιη ζημία στην περιουσία άλλου, της οποίας βάσει νόμου ή δικαιοπραξίας έχει την επιμέλεια ή διαχείριση (ολική ή μερική ή μόνο για ορισμένη πράξη), τιμωρείται με φυλάκιση και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών και χρηματική ποινή. Αν η ζημία που προκλήθηκε υπερβαίνει συνολικά το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ επιβάλλεται κάθειρξη έως δέκα (10) έτη και χρηματική ποινή.
Προστατευόμενο έννομο αγαθό της εν λόγω διάταξης είναι η περιουσία ως σύνολο, κατά μία άποψη μάλιστα και η σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ δράστη και παθόντος. Η διάταξη του άρθρου 390 ΠΚ καλύπτει τις περιπτώσεις που δεν συνιστούν υπεξαίρεση, φθορά ή κλοπή, αλλά ούτε και απάτη ή εκβίαση γιατί η βλάβη προκαλείται χωρίς άσκηση βίας ή παραπλάνησης. Έτσι, από τη θεωρία και την νομολογία διαμορφώθηκαν ως εξής τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης της απιστίας: 1) Ο δράστης να έχει την διαχείριση ή επιμέλεια ξένης περιουσίας (ολική ή μερική ή για ορισμένη μόνο πράξη) βάσει του νόμου ή δικαιοπραξίας, 2) Η ζημιογόνα πράξη του να αποτελεί πράξη ή παράλειψη έναντι τρίτων σε σχέση με τον παθόντα με δικαιοπρακτικό χαρακτήρα, 3) Να έχουν παραβιασθεί οι κανόνες της επιμελούς διαχείρισης, 4) Να επέλθει οριστική περιουσιακή ζημία και 5) Να υφίσταται αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της πλημμελούς διαχείρισης και της οριστικής ζημίας. Εξάλλου, διαχειριστής ξένης περιουσίας είναι εκείνος που ενεργεί όχι απλώς «υλικές» πράξεις, αλλά «νομικές» διαχειριστικές πράξεις επί της ξένης περιουσίας έχοντας δυνατότητα πρωτοβουλίας και λήψης αποφάσεων με κίνδυνο και ευθύνη του ιδίου.
Πρέπει ακόμη να διευκρινιστεί ότι η πράξη διαχειρίσεως που είναι βλαπτική για την περιουσία άλλου πρέπει να συνιστά ταυτόχρονα και παράβαση των κανόνων της επιμελούς διαχείρισης, καθώς και κατάχρηση της προς τα έξω εξουσίας αντιπροσώπευσης του διαχειριστή (ΑΠ 50/2007, ΠΧρ 2007, Σ. 918) .Οι δε κανόνες επιμελούς διαχείρισης δεν είναι κοινοί σε όλες τις περιπτώσεις, αλλά προσδιορίζονται κάθε φορά με βάση την καλή πίστη, τα συναλλακτικά ήθη, τα χρηστά ήθη κλπ.
Η απιστία κατά το άρθρο 390 ΠΚ τιμωρείται:
- ως πλημμέλημα, επισύροντας ποινή φυλάκισης από 3 μήνες έως 5 έτη,
- ως κακούργημα, επισύροντας ποινή καθείρξεως από 5 έως 10 έτη, εφόσον η ζημία υπερβαίνει το ποσό των 120.000 Ευρώ.
Με το άρθρο 405 ΠΚ προβλέπεται ότι το αξιόποινο του εγκλήματος της απιστίας εξαλείφεται αν ο υπαίτιος, με δική του θέληση και πριν από την πρώτη εξέτασή του ως υπόπτου ή κατηγορουμένου ικανοποιήσει εντελώς τον ζημιωθέντα χωρίς παράνομη βλάβη τρίτου. Η μερική μόνο ικανοποίηση εξαλείφει το αξιόποινο κατά το αντίστοιχο μόνο μέρος. Εάν ο δράστης της απιστίας μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή του στο ακροατήριο ικανοποιήσει εντελώς τον ζημιωθέντα, καταβάλλοντας αποδεδειγμένα το κεφάλαιο και τους τόκους υπερημερίας, από την ημέρα τέλεσης του εγκλήματος, απαλλάσσεται από κάθε ποινή.
Το δικηγορικό μας γραφείο έχει χειριστεί πολλές περιπτώσεις απιστίας, όπως και απιστίας σχετική με την υπηρεσία και γενικότερα μεγάλων οικονομικών αδικημάτων που προήλθαν από το αδίκημα της απιστίας και ο Ποινικολόγος Στέφανος Οικονόμου έχει μεγάλη εμπειρία και γνώσεις στο ποινικό δίκαιο. Η ανάθεση της υπόθεσης σε εξειδικευμένο στο ποινικό δίκαιο δικηγόρο-ποινικολόγο είναι επιτακτική, καθότι απαιτούνται εξειδικευμένες γνώσεις και εμπειρία στο ακροατήριο.